νεοπλασματικός

νεοπλασματικός
-ή, -ό [νεόπλασμα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεόπλασμα ή αυτός που προέρχεται από το νεόπλασμα, αλλ. νεοπλαστικός («νεοπλασματικός όγκος»)
2. φρ. «νεοπλασματική καχεξία»
ιατρ. η γενική κακή κατάσταση τού οργανισμού εξαιτίας τής παρουσίας νεοπλάσματος σε αυτόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοπλασματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεόπλασμα: Νεοπλασματικός όγκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …   Dictionary of Greek

  • νεοπλαστικός — ή, ό [νεοπλαστία] ο νεοπλασματικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”